αλληλοκτόνος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
ἀλληλοκτόνος, -ον (Α)
1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή
2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι
αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο- + -κτόνος < κτείνω < α.
ΠΑΡ. ἀλληλοκτονία
αρχ.
ἀλληλοκτονῶ >].