αλληλοκτόνος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
ἀλληλοκτόνος, -ον (Α)
1. (για πράγματα) αυτός που προξενεί αμοιβαίο φόνο ή αμοιβαία καταστροφή
2. (για πρόσωπα στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλοκτόνοι
αυτοί που φονεύουν ο ένας τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλο- + -κτόνος < κτείνω < α.
ΠΑΡ. ἀλληλοκτονία
αρχ.
ἀλληλοκτονῶ >].