γλάστρα

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η
πήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα > γράστα (με μετάθεση του -ρ-) > γράστρα (με συμφυρμό) > γλάστρα (με ανομοίωση)].