κρέμβαλον
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
κρέμβαλον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα
κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό του χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. kre-b- της ΙΕ ρίζας ker-, ηχομίμηση βραχνών φωνών ορισμένων ζώων, από τον οποίο σχηματίστηκε με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου (n), το οποίο λόγω του χειλικού (-b-μπ) ετράπη αφομοιωτικά σε -μ- (έτσι: κρεβ- > κρε-μ-β-)
για το επίθημα -αλον του τ. πρβλ. κρότ-αλον, ρόπ-αλον].
Russian (Dvoretsky)
κρέμβᾰλον: τό погремушка, кастаньеты HH.