μπολιάζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω
2. εγκεντρίζω δένδρο
3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον
4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση του προτακτικού άτονου ε- (για την προφορά του μβ ως μπ (πρβλ. ἐμβαίνω > μπαίνω)].