ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
Source
German (Pape)
[Seite 502] aor. zu γοάω.
Greek (Liddell-Scott)
γόον: ἴδε ἐν λ. γοάω.
French (Bailly abrégé)
acc. de γόος;
ao.2 épq. de γοάω.
English (Autenrieth)
see γοάω.
Spanish (DGE)
v. γοάω.
Greek Monotonic
γόον: Επικ. αόρ. βʹ ή παρατ. του γοάω.
Russian (Dvoretsky)
γόον: I acc. к γόος.
II эп. aor. 2 к γοάω.