ἱέμεν

From LSJ
Revision as of 22:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek (Liddell-Scott)

ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἵημι.

Greek Monotonic

ἱέμεν: ἱέμεναι, Επικ. απαρ. ενεστ. του ἵημι· ἱέμενος, μτχ. Παθ. ενεστ.

Russian (Dvoretsky)

ἱέμεν: I и ἱέμεναι эп. inf. praes. к ἵημι.
II impf. к *ἵεμαι II.