επίδικος

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση του δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς
αρχ.
1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)
2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῑς δημόταις», Διον. Αλ.)
3. το θηλ. ως ουσ.ἐπίδικος
κληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη.