θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.)2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.).