αποτομή

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η (AM ἀποτομή) αποτέμνω
1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῡ Προδρόμου»)
αρχ.
1. τεμάχιο, τμήμα
2. διακλάδωση (νεύρων)
3. (για δρόμους) διασταύρωση
4. διακοπή (περιόδου του λόγου).