κοινοπρεπής
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].