μεσολάβηση
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek Monolingual
η (ΑM μεσολάβησις) μεσολαβώ
νεοελλ.
1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία
2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο γεγονότων
3. τοπ. η παρεμβολή ενός πράγματος μεταξύ δύο άλλων
νεοελλ.-μσν.
παρέμβαση για την επίτευξη ενός σκοπού
μσν.-αρχ.
το πιάσιμο, η λαβή από τη μέση («τῇ μεσολαβήσει τοῡ δόρατος», Ευστ.).