διαιτησία

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

η
1. η επίλυση διαφοράς μεταξύ ατόμων ή κρατών από τρίτους, τους οποίους επιλέγουν τα ενδιαφερόμενα μέρη
2. το έργο του διαιτητή ή τών διαιτητών
3. η διαδικασία που ακολουθούν οι διαιτητές κατά την επίλυση της διαφοράς
4. επίβλεψη αθλητικού αγώνα και ιδίως ποδοσφαιρικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. arbritrage). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του 'Αγγέλου Βλάχου].