λυσιτελώ

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

(Α λυσιτελῶ, -έω) λυσιτελής
αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα
2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι
είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει
3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῡν
ωφέλεια, κέρδος.