διοράω

From LSJ
Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοράω Medium diacritics: διοράω Low diacritics: διοράω Capitals: ΔΙΟΡΑΩ
Transliteration A: dioráō Transliteration B: dioraō Transliteration C: diorao Beta Code: diora/w

English (LSJ)

   A see through, see clearly, X.An.5.2.30; δ. τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c, etc.    II distinguish, τοὺς . . κολακεύοντας καὶ τοὺς . . θεραπεύοντας Isoc.2.28; τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Id.3.16; πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ οὐ ῥᾴδιον διιδεῖν Arist.Mete.390a20; δόξας διορᾶν Epicur.Nat.15.24, cf. 11.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοράω: μέλλ. -όψομαι, βλέπω διὰ μέσου, βλέπω καθαρῶς, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 30· δ. τὸ ἀληθὲς Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, τοὺς… κολακεύοντας καὶ τοὺς… θεραπεύοντας Ἰσοκρ. 20C, 29Ε· πότε ὑπάρχει καὶ πότε οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 12, 7· πρβλ. διεῖδον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διόψομαι, ao. διεῖδον;
I. (διά marquant la séparation) discerner, distinguer;
II. (διά à travers);
1 voir à travers;
2 voir ou connaître à fond, voir clairement ; fig. se rendre compte, comprendre parfaitement, acc..
Étymologie: διά, ὁράω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. διιδεῖν Pl.R.577a; fut. διόψομαι Pl.R.423e; perf. διῶμμαι Thgn.1311]
1 ver a través ταῦτα διορῶντες ἐφοβοῦντο ὡς ἐνέδραν οὖσαν X.An.5.2.30, οὐ δυνάμεθα τὰ ἐντὸς αὐτῶν ἀκριβῶς διορᾶν Arist.Col.794a8, abs. Arist.Pr.905b1, cf. GC 326b11, c. διὰ y gen. διὰ τῶν ἀραιῶν οὐ διορᾷ ἡ ὄψις la vista no atraviesa los cuerpos porosos Arist.Pr.939a12, en v. pas. διὰ μὲν τῆς ὑέλου διορᾶται Arist.Pr.905b6
fig. Pl.R.577a.
2 ver claramente, darse cuenta ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ' ἃ τέτραπται Pl.R.519a, διορᾷ τῷ λογισμῷ τὸ ἁμαρτανόμενον Plu.2.447b, c. περί y gen. περὶ ἀγαθοῦ διιδεῖν tener una clara percepción del bien Plot.1.8.1
comprender ὅσα εἶπες ... διορᾶν X.Oec.6.1, (λόγος) οὐ ῥᾴδιος διιδεῖν Pl.Phd.62b
perf. conocer, tener el conocimiento καὶ γάρ σε διῶμμαι Thgn.l.c.
3 distinguir c. ac. plu. o varios ac. concertados διόρα καὶ τοὺς τέχνῃ κολακεύοντας καὶ τοὺς μετ' εὐνοίας θεραπεύοντας Isoc.2.28, cf. Epicur.Fr.[26] 40, τὰς φύσεις τῶν ἀνθρώπων Isoc.3.16, δόξας Epicur.Fr.[30] 27, en v. pas. οὔτ' ἠελίοιο διείδεται ὠκέα γυῖα ni se distinguen los veloces miembros del Sol Emp.B 27.1
tb. c. ac. sg. τὸν δ' ἄχρηστον (λόγον) ... διεῖδε Plu.2.39c.

Greek Monotonic

διοράω: μέλ. -όψομαι, βλέπω διαμέσου, ξεκάθαρα, διακρίνω καθαρά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διοράω: (fut. διόψομαι, aor. 2 διεῖδον)
1) видеть насквозь или отчетливо Arst., Plut.;
2) перен. ясно видеть, хорошо понимать; pf. δίοιδα твердо знать (τι и τινα Eur., Arph., Isocr., Xen., Plat., Plut.).

Middle Liddell

fut. -όψομαι
to see through, see clearly, Xen.