περικλάζω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A make a noise round, αἰετὸν . . π. κολοιοί Tryph.249.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κλάζω), rings umher lärmen, Tryphiod. 249.
Greek (Liddell-Scott)
περικλάζω: κλάζω, κράζω περί τινα, αἰετὸν ... περικλάζουσι κολοιοὶ (ἐν τοῖς βιβλίοις περικράζουσι) Τρυφιόδ. (γράφε Τριφ.) 249.
Greek Monolingual
Α
κράζω, θορυβώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλάζω «παράγω ήχο διαπεραστικό, κράζω»].