liberto
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Spanish > Greek
ἄτμενος, ἀπόδουλος, ἀπελεύθερος, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἀπελευθεριωτής, ἀφέτης, ἀπελευθερικός, ἀδέσποτος