ἀφαδία
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, (ἀφανδάνω)
A enmity, Eup.34:—also ἀφάδιος or ἀφάδειος, = ἐχθρός, Hdn.Gr.2.480.
German (Pape)
[Seite 406] ἡ, = ἔχθρα, Eupol. E. M. 174, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαδία: ἡ, «ἀφαδία, ἡ ἀπαρέσκουσα ἔχθρα. Εὔπολις ἐν Δραπέταις: ‘δοκῶ μοι νῦν ὁρᾶν ἀφαδίαν ᾽» Ἐτυμ. Μ. 174. 50.
Spanish (DGE)
(ἀφᾰδία) -ας, ἡ
1 enemistad δοκῶ μοι νῦν ὁρᾶν ἀφαδίαν Eup.376, cf. EM 174.50.
2 ἀφαδίαν· τὴν πολεμικὴν ναῦν, διὰ τὸ ἀφανδάνειν Hsch.
• Etimología: Prob. deriv. del tema de aor. ἀφαδεῖν de ἀφανδάνω, v. ἁνδάνω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: enmity (Eup. 34).
Derivatives: ἄφαδος displeasing, odious (EM) and ἀφάδιος id. (Hdn.). -
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Derivations from ἀφανδάνω, ἀφαδεῖν (Od.); s. ἁνδάνω.
See also: ἁνδάνω