κακαλία

Revision as of 01:41, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v.l. for κακκαλία 11 (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.