τύφοι

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σφῆνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τύφοι (< θύφοι, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhubh- και συνδέεται με τα: μέσο γερμ. dovel, γερμ. Dobel, αγγλ. dowel «στέλεχος, σφήνα»].