δωροφορία
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ἡ,
A bringing of presents, v.l. in Ep.Rom.15.31, Alciphr. 1.6 (pl.), Poll.4.47.
German (Pape)
[Seite 696] ἡ, das Geschenkebringen, Alciphr. 1, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δωροφορία: ἡ, προσφορὰ δώρων, Ἀλκίφρ. 1. 6, Πολυδ. Δ΄, 47.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 regalo ὑπερβαίνων τὰς ἁλιευτικὰς δωροφορίας Alciphr.1.6.3
•sent. relig. crist. ofrenda, donativo ἡ τῶν Μάγων δ. Isid.Pel.Ep.M.78.193B, cf. 304A, ref. gener. a la Eucaristía ἡ μυστικὴ δ. Gr.Nyss.Eun.3.9.54, δωροφορίας ἐπαγγελία Gr.Nyss.Or.Dom.22.4, δωροφορίαν ἐπαγγελλόμενος Thdr.Mops.Io.29 (p.327), τῆς μυστικῆς καὶ ζωοποιοῦ δωροφορίας ἡ χάρις la gracia de la ofrenda mística y vivificante Cyr.Al.Luc.1.329.6.
2 soborno καταβολὴ καὶ δ. Poll.4.47.