διϊστορέω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
A relate, Phld.Rh.2.150S.
Spanish (DGE)
hablar de o describir en detalle τὸ τοὺς πλείους συγγραφέας καὶ διιστορηκέναι Phld.Rh.2.150, en v. pas. ὁ μὲν ... διιστορημένος ὑφ' ἡμῶν Phld.Cont.4.4.