основательный
Russian > Greek
ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς
ἀξιόχρεως, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἱστορικός, ἀσφαλής, σφυρήλατος, εὔλογος, σπουδαστικός, ἐμμελής, ἐμβριθής, πλατύς