νεμεσσητός
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
Hom. for νεμεσητός.
German (Pape)
[Seite 239] ep. für νεμεσάω, νεμεσητός; νεμέσσει, s. νέμεσις.
French (Bailly abrégé)
poét. c. νεμεσητός.
English (Autenrieth)
causing indignation, reprehensible, wrong, usually neut. as pred., Il. 3.310; w. neg., ‘no wonder,’ Il. 9.523, Od. 22.59, to be dreaded, Il. 11.649.;;: see νεμεσάω, νεμεσητός.
Greek Monolingual
νεμεσσητός, -ή, -όν (Α)
(επικ. τ.) βλ. νεμεσητός.