помеха
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
ἀχρηστία, ἴσχον, ἔχμα, κώλυμα, κωλυτής, ἀποκώλυσις, διακώλυμα, ἐμποδίζον, ἐμπόδισμα, ἔνστημα, κωλῦον, κώλυσις, ἀπερωεύς, δυσχρηστία