в конце концов
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
μήκιστα ;; τέλος ;; τελείως ;; τελέως ;; ἔσχατον ;; πέρας ;; λοιπόν ;; δήποτε ;; δήκοτε ;; μεταγιγνώσκω ;; μεταγινώσκω