μεταγινώσκω
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
Ionic and later form for μεταγιγνώσκω.
German (Pape)
[Seite 145] spätere Form für μεταγιγνώσκω.
French (Bailly abrégé)
c. μεταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
(ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω)
αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.)
2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», Θουκ.)
3. (με απρμφ.) αλλάζω γνώμη και κάτι διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», Θουκ.).