выдуманный
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Russian > Greek
καταψευστός ;; ἐπινοητός ;; πλασματίας ;; πλαστός ;; πλασματώδης ;; σύνθετος ;; χειροποίητος