клеветать
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Russian > Greek
ἐνδιαβάλλω ;; δυστομέω ;; κακολογέω ;; συκοφαντέω ;; ἐπισυκοφαντέω ;; παρασυκοφαντέω ;; καταψεύδομαι ;; βασκαίνω ;; διαβάλλω