δυστομέω
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
(στόμα) speak evil of, τινά τι S.OC986.
German (Pape)
[Seite 689] Einem Böses nachreden, τινά τι, Soph. O. C. 990.
French (Bailly abrégé)
δυστομῶ :
inf. prés.
injurier : τινά τι adresser des paroles injurieuses à qqn.
Étymologie: δυσ-, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
δυστομέω: злословить, клеветать (τινά τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δυστομέω: ὡς τὸ δυσφημέω, κατηγορῶ τινά τι Σοφ. Ο. Κ. 986.
Greek Monotonic
δυστομέω: κατηγορώ, μιλώ άσχημα για, διαβάλλω, δυσφημώ, τινά τι, σε Σοφ.