спорить
From LSJ
Russian > Greek
δηριάω ;; διαμφισβητέω ;; συζητέω ;; ζυγομαχέω ;; ἀντεξετάζω ;; πραγματολογέω ;; ἀνακρίνω ;; ἀμφισβητέω ;; προσερίζω ;; ποτερίσδω ;; ἀμφιλέγω ;; ἐριδαίνω ;; ἐρίζω ;; ἀμφιλογέομαι ;; διερίζομαι ;; ἀνταγωνίζομαι ;; στασιάζω ;; πολεμίζω ;; μάρναμαι ;; μάχομαι