δηριάω
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
v. δηριάομαι.
English (Slater)
δηρῐάω strive, contend παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων (δηριόντων coni. W. Schulze, Q. E., 348, 3) (N. 11.26)
Spanish (DGE)
• Morfología: [frec. ép. formas c. diéct.: pres. part. δηριόων A.R.1.493, 1.752, Opp.C.2.247, Q.S.4.472, 4.465, Nonn.D.36.466, en v. med. ind. 3a plu. δηριόωνται A.R.4.1729, Opp.H.2.555, Q.S.5.170, 3a du. δηριάασθον Il.12.421, A.R.2.89, imperat. 3a plu. δηριαάσθων Il.21.467, inf. δηριάασθαι Il.17.734, Q.S.1.333, 2.188, 5.421; impf. iter. δηριάασκον Opp.C.1.230, Q.S.5.443, en v. med. δηριόωντο Od.8.78, A.R.4.1767 (var.), Q.S.2.538, 4.255]
1 en cont. bélico, frec. en v. med. combatir, luchar περὶ νεκροῦ δηριάασθαι Il.17.734, c. dat. δυσμενέεσσι Q.S.2.188, ἐμοὶ οὐ τλήσονται ἐναντία δηριάασθαι contra mí no osarán combatir Q.S.1.333, cf. 4.164, 5.421, abs. οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων que combatan ellos mismos, Il.21.467, cf. 16.96, tb. en v. act. νύκτας τε καὶ ἤματα δηριόωντες Q.S.10.14, Ἰνδοὶ ... μᾶλλον ἀριστεύουσι θαλάσσῃ ἢ χθονὶ δηριόωντες Nonn.D.36.466, ἵστασο δηριόων ponte en pie y lucha Nonn.D.17.253, ἄλλον δηριόωντα μόθος κτάνεν Gr.Naz.M.37.1482A
•ref. a anim., c. prep. φορβάδος ἀμφὶ βοὸς ... δηριάασθον ref. a toros, A.R.2.89, κατ' ἀντία δηριόωνται ref. a peces, Opp.H.2.555, εὐνῆς δὲ γάμων πέρι δηριόωνται (οἱ σαργοί) Opp.H.4.375, Βουκεφάλας ὅπλοισιν ἐναντία δηριάασκεν Opp.C.1.230
•fig. de los vientos εὖτ' ἂν ... τρίβωνται πατάγοισιν ἐναντία δηριόωντες cuando choquen con estrépito en su lucha frontal Orác. en Porph.Fr.338.16.
2 discutir, altercar ἀμφ' οὔροισι Il.12.421, c. dat. τεύχη, ὧν ἕνεκ' ἀφραδέως μέγ' ἀμείνονι δηριάασκες las armas por las cuales insensatamente disputaste con uno mucho mejor que tú Q.S.5.443, c. prep. οἱ γὰρ ἄριστοι ἐπὶ σφίσι δηριόωνται Q.S.5.170, δη[ρ] ιᾷ δὲ Κύπρις ποτὶ παρθένον Ἀτρυτώνην Orác. en ZPE 8.1971.94 (Mileto II/III d.C.)
•abs. ἄριστοι Ἀχαιῶν δηριόωντο ref. a Odiseo y Aquiles Od.8.78, βιβλιακοὶ χαρακῖται ἀπείριτα δηριόωντες Timo SHell.786.2.
3 rivalizar, contender en un concurso deportivo o poético competir por un premio subst. οἱ δηριόωντες los contendientes κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26, cf. Q.S.4.465, 472, δύω δίφροι ... δηριόωντε A.R.1.752
•tb. en v. med. κατ' ἀγῶνα ... νίκης πέρι δηριόωνται A.R.4.1772, ὑπὸ χείρεσι δ. luchar con las manos Q.S.4.255, en un rito γυναῖκες ἀνδράσι δηριόωνται A.R.4.1729.
German (Pape)
[Seite 567] wetteifern, Pind. N. 11, 26; δηριώντων ἀντιπάλων Theocr. 25, 82; δηριόωντες Ap. Rh. 1, 752; Opp. C. 1, 230. – Bei Homer depon. δηριάομαι, in der Bdtg des activ., = »streiten«, mit Worten und mit Taten, absolut und περί τινος und ἀμφί τινι, in folgenden Formen: δηριάασθον 3 pers. praes. Iliad. 12, 421, δηριαάσθων Iliad. 21, 467 vgl. Scholl. Herodian., δηριάασθαι Iliad. 16, 96. 17, 734, δηριόωντο Odyss. 8, 78. Homerisch ist das Wort auch bei sp. D. gebraucht. – Vgl. δηρίομαι und δῆρις.
Russian (Dvoretsky)
δηριάω:
1 бороться, состязаться (δηριῶντες ἀντίπαλοι Pind.; δ. τινι περὶ τιμῆς Theocr.);
2 med. сражаться (περὶ νεκροῦ Hom.);
3 med. спорить, пререкаться Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηριάω δῆρις meestal med. strijden, wedijveren.