ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
v. γεωπόνος.
γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].
γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.