fault

From LSJ
Revision as of 09:41, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV4)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 310.jpg

subs.

Mistake: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, σφάλμα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, διαμαρτία, ἡ, πλημμέλεια, ἡ, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό. Sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό. Defect, blemish: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ. Short-comings: P. ἐλλείμματα, τά. Blame: P. and V. μέμψις, ἡ; see blame. Be at fault, v.: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, σφάλλεσθαι, πλημμελεῖν, P. πταίειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν (2nd aor.). My eye is al fault: V. τὸ δʼ ὄμμα μου νοσεῖ (Eur., Hel. 575). Where Apollo is at fault who are wise? V. ὅπου δʼ Ἀπόλλων σκαιὸς ᾖ τίνες σοφοί; (Eur., El. 972). Find fault with: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), P. ἐπιτιμᾶν (dat. of person, acc. of thing; sometimes dat. of thing); see blame.