stain
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Dye: P. and V. βάπτειν.
Defile: P. and V. μιαίνειν, P. καταρρυπαίνειν, V. χραίνειν (also Plat. but rare P.), κηλιδοῦν, χρώζειν; see defile.
Mar, disgrace: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.).
subs.
Taint: P. and V. κηλίς, ἡ.
Defilement (of blood): P. and V. μίασμα, τό, ἄγος, τό, V. μύσος, τό, λῦμα, τό, κηλίς, ἡ.
Disgrace: P. and V. αἰσχύνη, ἡ, ὄνειδος, τό, ἀτιμία, ἡ, V. αἶσχος, τό.