winged

From LSJ
Revision as of 10:09, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV5)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 981.jpg

adj.

P. and V. πτερωτός (Plat.), πτηνός (Plat.), ὑπόπτερος (Plat.), Ar. and V. εὔπτερος, πτεροῦς, V. πετηνός, κατάπτερος, Ar. πτεροφόρος, πτέρινος.

A winged arrow: V. κομήτης ἰός, ὁ (Soph., Trach. 567).

Golden-winged, adj.: Ar. χρυσόπτερος.

Swift-winged: V. ταχύπτερος, ὠκύπτερος.

Whitewinged: V. λευκόπτερος.

Yellow-winged: V. ξαυθόπτερος.