ὠκύπτερος
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ὠκύπτερον,
A swift-winged, ἴρηξ Il.13.62: metaph. of ships (πτερά being the sails), A.Supp.734.
II ὠκύπτερα, τά, the long quill-feathers in a wing, Ar.Av.803, Stratt.27, A.R.2.1255, Babr.99(100).4, Plu.CG1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes rapides ; τὰ ὠκύπτερα, les plumes du bout de l'aile, d'où l'aile.
Étymologie: ὠκύς, πτερόν.
German (Pape)
mit schnellen Flügeln, Fittigen, schnell fliegend, ἴρηξ Il. 13.62; auch νῆες, Aesch. Spt. 715; τὰ ὠκύπτερα, die Stockfedern im Flügel, Ar. Av. 807; vgl. noch Strattis bei Ath. XIV.655.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύπτερος: быстрокрылый (ἴρηξ Hom.; νῆες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπτερος: -ον, ὁ ταχὺς τὰς πτέρυγας, ταχέως πετόμενος, ἴρηξ Ἰλ. Ν. 62· μεταφορ. ἐπὶ πλοίων (ὧν πτερὰ εἶναι τὰ ἱστία), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 734. ΙΙ. ὠκύπτερα, τά, τὰ μακρὰ πτερὰ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 803, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1255, Βαβρ. 100. 4, πρβλ. Στράττιν ἐν «Μακεδόσιν» 7, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 1.
English (Autenrieth)
(πτερόν): swift-winged, Il. 13.62†.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὠκύπτερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που πετά γρήγορα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωκύπτερα
τα μακριά φτερά τών πτερύγων, με τα οποία αυξάνεται η ταχύτητα της πτήσης
αρχ.
μτφ. (για πλοίο) ταχύπλοος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. πολύπτερος].
Greek Monotonic
ὠκύπτερος: -ον (πτερόν),
I. αυτός που έχει γρήγορα φτερά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ὠκύπτερα, τά, τα μακριά γρήγορα φτερά, σε Αριστοφ.