sheep
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
subs.
Ar. and P. πρόβατον, τό (rare sing.), Ar. and V. οἶς, ὁ or ἡ, βοτόν, τό.
Flock of sheep: P. and V. ποίμνη, ἡ, ποίμνιον, τό, βοσκήματα, τά, V. νομεύματα, τά, Ar. and V. μῆλα, τά, βοτά, τά.
Of sheep, adj.: V. μήλειος.
Sacrifice sheep, v.: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.