νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
adj.
Quiet: P. and V. ἥσυχος, ἡσυχαῖος, P. ἡσύχιος. Cautious: P. εὐλαβής. Modest: P. and V. αἰδοῖος (Plat.), P. αἰσχυντηλός, αἰδήμων (Xen.). Secretive: P. κρυψίνους (Xen.), V. σιγηλός, σιωπηλός.