εὐλαβής

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλαβής Medium diacritics: εὐλαβής Low diacritics: ευλαβής Capitals: ΕΥΛΑΒΗΣ
Transliteration A: eulabḗs Transliteration B: eulabēs Transliteration C: evlavis Beta Code: eu)labh/s

English (LSJ)

εὐλαβές, (λαβεῖν)
A taking hold well, holding fast, clinging, metaph., πενία Luc.Tim. 29: lit. in Adv. εὐλαβῶς, κατέχειν Ael.NA3.13, 6.55 (Sup.): but mostly,
II metaph., undertaking prudently, discreet, cautious, Democr.91, Pl.Plt.311a, al.; τὸ εὐλαβές = εὐλάβεια, ib.b; εὐλαβὴς περί τι Plu.CG3; τὸ πρὸς τὰ μεγάλα τῶν τετολμημένων εὐλαβές Hdn.2.8.2; εὐλαβὴς ἀπό τινος keeping from... LXX Le. 15.31. Adv. εὐλαβῶς Pl.Sph.246b; εὐλαβῶς διακείμενος D.S.13.12, etc.: Comp. εὐλαβεστέρως E.IT1375; εὐλαβέστερον διακεῖσθαι πρός τι Plb.1.18.1.
2 reverent, pious, LXX Mi.7.2 (v.l. εὐσεβής), Ev.Luc.2.25, Act.Ap.2.5, etc.: Sup. εὐλαβέστατος, as title, Dionys.Ep.71, Procop.Gaz.Ep. 126.
III Pass., easy to get hold of, κέρκος Luc.Lex.7.
2 cautiously undertaken or effected, μετάβασις Pl.Lg.736d; ἡδοναί Plu.Per. 15 ἀβλαβής Reiske).

German (Pape)

[Seite 1077] ές, 1) gut, sicher fassend, festhaltend, εὐλαβέστατα καὶ ἐγκρατέστατα κατεῖχεν Ael. H. A. 6, 55, vgl. 3, 13; – pass., leicht zu fassen, πενία εὐλ. καὶ μυρία τὰ ἄγκιστρα ἐξ ἅπαντος τοῦ σώματος ἐκπεφυκότα ἔχουσα Luc. Tim. 29. Gew. – 2) bedächtig anfassend, vorsichtig unternehmend, sich in Acht nehmend; Plat. vrbdt τὰ σωφρόνων ἀρχόντων ἤθη σφόδρα εὐλαβῆ καὶ δίκαια, Polit. 311 a; σμικρὰ κατάβασις εὐλαβής Legg. V, 736 d, wie wir: ein vorsichtiges Hinabsteigen; τὸ εὐλαβές, die Vorsicht, Gewissenhaftigkeit, Polit. 311 b, wie Sp.; Dem. nennt sich 19, 206 εὐλαβής, während ihn seine Gegner ἄτολμος καὶ δειλὸς πρὸς τοὺς ὄχλο υς nennen; εὐλαβεῖς καὶ πεφυλαγμένοι περὶ τὰς κρίσεις Plut. C. Gracch. 3, öfter; bei K. S. = gottesfürchtig. – Aber auch = ängstlich, schüchtern, καὶ δυσέλπιστος Plut. Fab. 17, öfter; καὶ δειλός Arist. – Adv. vorsichtig, ἀμ ύνεσθαι Plat. Soph. 246 b; εὐλαβέστερον διακεῖσθαι πρὸς τὰς ἐπιθέσεις Pol. 1, 18, 1, a. Sp.; εὐλαβεστέρως, Eur. I. T. 1375.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui prend ses précautions, qui se tient sur ses gardes, circonspect ; en mauv. part timide, craintif, timoré;
2 dont il est facile de se garder;
NT: pieux.
Étymologie: εὖ, λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐλᾰβής:
1 осторожный, осмотрительный (τὰ ἀρχόντων ἤθη Plat.): εὐ. περί и πρός τι Plat., Plut. осторожный по отношению к чему-л.;
2 боязливый, робкий (εὐ. καὶ δύσελπις Plut.);
3 от которого нелегко уберечься, цепкий (πενία Luc.);
4 с осторожностью сделанный, осторожный, благоразумный (μετάβασις Plat.);
5 богобоязненный NT.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλᾰβής: -ές, (λαβεῖν) ὁ καλῶς κρατῶν, ὁ κρατῶν στερεά, ἐν χρήσει κυριολεκτικῶς ἐν τῷ Ἐπίρρ. εὐλαβῶς, εὐλαβέστατα κατέχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 13., 6. 55· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ μεταφορ. σημασίας, 2) ἀναλαμβάνων τι μετὰ φρονήσεως, διακριτικός, προσεκτικός, προφυλακτικός, Πλάτ. Πολιτικ. 311Α, κ. ἀλλ.· τὸ εὐλαβὲς, = εὐλάβεια, αὐτόθι Β· εὐλαβὴς περί τι, πρός τι Πλουτ. Γ. Γράκχος 3 κτλ.· εὐλ. ἀπό τινος, ἀπέχων ἀπὸ..., Ἑβδ. (Λευ. ΙΕ΄, 31). 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἄγαν φυλακτικός, δειλός, Πλουτ. Φάβ. 17. ― Ἐπίρρ. εὐλαβῶς Πλάτ. Σοφιστ. 246Β. ― Συγκρ. -εστέρως Εὐρ. Ι. Τ. 1375, -έστερον Πολύβ. 1. 18, 1: Ὑπερθ. -έστατα Αἰλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ. 4) πλήρης σεβασμοῦ, εὐσεβής, θεοσεβής, εὐλαβής, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 25, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 5., η΄, 2, καὶ συχνὸν ἐν Χριστιαν. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8615, 8647, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., ὁ παρεχόμενος βεβαίαν ἀντιλαβήν, «εὐκολόπιαστος», ἡ πενία δ᾿ ἔμπαλιν ἰξώδης τε καὶ εὐλαβὴς Λουκ. Τίμ. 29. 2) ὃν μετὰ προσοχῆς ἀναλαμβάνει ἢ ἐκτελεῖ τις, μετάβασις Πλάτ. Νόμ. 736D· ἡδονὰς εὐλαβεῖς Πλουτ. Περικλ. 15, ἔνθα ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «ἴσως γε μὴν ἐγέγραπτο, ἡδονὰς ἀβλαβεῖς (ὡς ὑπενόησέ τις τῶν πρὸ ἐμοῦ)».

English (Strong)

from εὖ and λαμβάνω; taking well (carefully), i.e. circumspect (religiously, pious): devout.

English (Thayer)

ἐυλαβες (εὖ and λαβεῖν), in Greek writings from Plato down;
1. taking hold well, i. e. carefully and surely; cautious.
2. reverencing God, pious, religious (A. V. devout): Alex. etc.)); joined with δίκαιος (as in Plato, polit., p. 311b.): εὐλαβής κατά τόν νόμον, L T Tr WH. (Cf. references under the word εὐλάβεια, at the end.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐλαβής, -ές)
πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβήςἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές
α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῖον φόβον διαθέσεως», Ευσ.)
β) ο φόβος, το δέος προς τον θεό
γ) σύνεση, προσοχή, διάκριση («τὰ δ' ἀνδρεῖά γε αὖ πρὸς μὲν τὸ δίκαιον καὶ εὐλαβὲς ἐκείνων ἐπιδεέστερα», Πλάτ.)
2. (ως τιμητικός τίτλος) σεβάσμιος
αρχ.
1. αυτός που κρατάει κάτι καλά και στερεά (μτφ. «εὐλαβὴς πενία», Λουκιαν.)
2. αυτός που αναλαμβάνει κάτι με φρόνηση και προσοχή, ο διακριτικός, ο προσεκτικός («εὐλαβὴς περί τι», Πλούτ.)
3. αυτός που απέχει, που μένει μακριά από κάτι ή κάποιον, που αποφεύγει κάτι ή κάποιον
4. αυτός που φοβάται να κάνει κάτι, ο δειλός («εὐλαβὴς φαινόμενος καὶ δυσέλπιστος τότε πάντων», Πλούτ.)
5. αυτός που πιάνεται από κάποιον εύκολα, ο ευκολόπιαστος
6. αυτός τον οποίο αναλαμβάνει ή εκτελεί κάποιος με προσοχή («ἡδονὰς εὐλαβεῖς», Πλούτ.).
επίρρ...
ευλαβώς (ΑΜ εὐλαβῶς, Μ και εὔλαβα)
1. με σεβασμό, με ευλάβεια
2. με προσοχή, προφυλακτικά, με σύνεση («εὐλαβέστερον διακεῖσθαι πρός τι», Πολ.)
αρχ.
στερεά, γερά («εὐλαβέστατα τὴν ῥοιὰν κατεῖχεν», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λαβής (< λαμβάνω)
πρβλ. μεσολαβής, οξυλαβής. Η αρχική σημασία «προνοητικός, σώφρων» εξελίχθηκε σε «θεοφοβούμενος»].

Greek Monotonic

εὐλᾰβής: -ές (λαβεῖν),·
I. 1. αυτός που κρατά καλά, αυτός που βαστά γερά· έπειτα, μεταφ., αυτός που αναλαμβάνει κάτι με σύνεση, με προφύλαξη, διακριτικός, προσεκτικός, σε Πλάτ.
2. με αρνητική σημασία, υπερβολικά προσεκτικός, επιφυλακτικός, δειλός, σε Πλούτ.· επίρρ. εὐλαβῶς, συγκρ. -εστέρως, σε Ευρ.
3. γεμάτος σεβασμό, ταπεινός, ευσεβής, ευλαβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος, σε Καινή Διαθήκη
II. Παθ., εύληπτος, ευκολόπιαστος, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-λᾰβής, ές λαβεῖν
I. taking hold well, holding fast: — then metaph. undertaking prudently, discreet, cautions, circumspect, Plat.
2. in bad sense, over-cautious, timid, Plut.:—adv. εὐλαβῶς, comp. -εστέρως, Eur.
3. reverent, pious, religious, devout, NTest.
II. pass. easy to get hold of, Luc.

Chinese

原文音譯:eÙlab»j 由-拉卑士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:好-得著的 相當於: (יָרֵא‎)
字義溯源:虔誠的,虔誠,虔敬的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
同源字:1) (εὐλαβέομαι)慎重,敬重 2) (εὐλαβής)虔誠的
同義字:1) (εὐλαβής)虔誠的 2) (εὐσεβής)好虔誠的 3) (θεοσεβής)敬拜神
出現次數:總共(4);路(1);徒(3)
譯字彙編
1) 虔誠的(2) 徒2:5; 徒8:2;
2) 是虔誠(1) 徒22:12;
3) 虔誠(1) 路2:25

English (Woodhouse)

cautious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προσεχτικός, θεοσεβής). Ἀπό τό εὖ + λαβεῖν τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐλαβής: εὐλάβεια, εὐλαβῶς, εὐλαβέομαι -οῦμαι (=φυλάγομαι, προσέχω, σέβομαι), εὐλαβητέον, εὐλαβητικός.

Translations

Arabic: وَرِع‎, تَقِيّ‎; Belarusian: богабаязны; Dutch: godvrezend; English: god-fearing, God-fearing, godfearing; Finnish: jumalaapelkäävä; French: religieux, craignant Dieu; German: gottesfürchtig; Greek: θεοφοβούμενος, που έχει τον φόβο του Θεού, που φοβάται τον Θεό, θεοβλαβούμενος, που ευλαβείται τον Θεό, θεοσεβής, θεοσεβούμενος, ευσεβής; Ancient Greek: εὐλαβής, θεοπειθής, θεοσεβής, θεουδής, θεόφοβος; Hebrew: יְרֵא אֱלקִים‎; Hungarian: istenfélő; Italian: timorato di Dio; Kurdish Central Kurdish: خواناس‎; Latin: pius, sanctus; Macedonian: богобојазлив; Norwegian Bokmål: gudfryktig; Polish: bogobojny; Portuguese: pio, devoto, temente a Deus; Russian: богобоязненный, богобоязливый; Spanish: pío, devoto, temeroso de Dios; Swedish: gudfruktig; Ukrainian: богобоязливий, богобоязний, богобоязкий