wily
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. πανοῦργος, ποικίλος (Plat.), ἐπίτριπτος, πυκνός (Plat.), διπλοῦς (Plat.), Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (once in Plat.), V. παλιντριβής, μηχανορράφος. Fem., V. δολῶπις.