pitiless
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. σχέτλιος, σκληρός, πικρός, P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, ἀνοικτίρμων (Soph., Frag.), δυσάλγητος, Ar. and V. ἄνοικτος, ἄτεγκτος; see cruel.