ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
subs.
P. and V. λιμός, ὁ, V. ἀσιτία, ἡ, P. λιμοκτονία, ἡ (Plat.).