Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιμοκτονία

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοκτονία Medium diacritics: λιμοκτονία Low diacritics: λιμοκτονία Capitals: ΛΙΜΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: limoktonía Transliteration B: limoktonia Transliteration C: limoktonia Beta Code: limoktoni/a

English (LSJ)

Ion. λιμοκτονίη, ἡ, treatment by abstinence from food, Hp.Acut.(Sp.) 24, Vict.3.71, Gal.11.182: pl., Pl. Prt.354a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action d'amener la mort par une diète prolongée;
2 action de traiter par une diète complète.
Étymologie: λιμός, κτείνω.

German (Pape)

[λῑ], ἡ, das Töten durch Hunger, Plat. Prot. 354a; die Hungerkur, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

λῑμοκτονία:умерщвление голодом, причинение голодной смерти Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοκτονία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀποκτείνειν διὰ τῆς πείνης, ἢ μᾶλλον (ἐπὶ ἰατρικῆς σημασ.) δι’ ἀποχῆς ἀπὸ τροφῆς, δι’ ἀπαγορεύσεως τροφῆς, Ἱππ. 370. 8., 400. 37· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πρωτ. 354Α.

Greek Monolingual

η (Α λιμοκτονία, ιων. τ. λιμοκτονίη) λιμοκτονώ
νεοελλ.
1. θάνατος από ασιτία, από πείνα
2. συνεχής και μεγάλη στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή
αρχ.
μέθοδος θεραπείας με αποχή από τροφή, με απαγόρευση τροφής («τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν καὶ φαρμακειῶν καὶ λιμοκτονιῶν γενομένας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λῑμοκτονία: Ιων. λιμοκτονίη, ἡ, θάνατος από ασιτία ή εξαιτίας της αποχής από το φαγητό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λῑμοκτονία, ἡ, [from λῑμοκτονέω]
a killing by hunger or by abstinence from food, Plat.