Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
subs.
P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ, Ar. and P. συντυχία, ἡ.
ψώμισμα