habitual
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
adj.
P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς (Dem. 605), Ar. and P. νομιζόμενος, P. σύντροφος. Continuous: P. συνεχής.
ἐθάς, ἐθήμων, ἐθίζω, εἴωθα, ἐθιστός, ἔθιμος, ἔμφυτος, ἑκτικός