ἔθιμος
English (LSJ)
ἔθιμον, accustomed, usual, ἔθιμόν [ἐστί] μοι D.S.29.32; τὰν ἔ. τοῖς ἐφήβοις θυσίαν Supp.Epigr.1.327.3 (Callatis); ὁ ἔθιμος Ῥωμαίων ὅρκος BGU581.5 (ii A.D.), etc.; τὸ ἔθιμον = usage, A.D.Synt.77.27; τὰ ἔθιμα = customs, Ath.4.151e; κατὰ τὰ ἔθιμα IG12(7).237.26 (Amorgos, i B. C.). Adv. ἐθίμως = habitually A.D. Pron.78.25.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-ος, -α, -ον IMaced.116.9 (Eordea III d.C.)]
I 1habitual, usual τὸ κρατεῖν I.BI 6.38, τροφαί PFlor.153.6 (III d.C.)
•gram. habitual, usado ὅπερ ἔθιμον ἐπὶ κτητικῶν παρὰ τῷ ποιητῇ A.D.Pron.109.9, cf. 110.7, Synt.77.26
•subst. τὸ ἔθιμον = uso gramatical, A.D.Synt.77.27.
2 en sent. institucional y relig. consuetudinario, tradicional como pred. c. dat. καθώς ἐστι Ῥωμαίοις ἔθιμον como es costumbre entre los romanos D.S.29.32, καθάπερ ἐστὶν ἔθιμον πᾶσι προσπαρατιθέναι Antig.Mir.15a, cf. I.AI 12.145, BI 2.149, ὁ ἱερεὺς δὲ ἐπιτελείτω τὰς ἐθίμους λειτουργίας IG 22.1368.111 (II d.C.), ἡ ἔ. ἱεροποιΐα IHistriae 57.37 (II d.C.), cf. I.BI 6.99, αἱ ἔθιμοι ἑορταί ILeukopetra 83.9 (III d.C.), ὁ ἔ. Ῥωμαίων ὅρκος BGU 581.5 (II d.C.), PUps.Frid.6.15 (III d.C.), αἱ ἔθιμοι ἡμέραι los = días de costumbre ref. días festivos prefijados ὅσαι ἔθιμοι τοῦ θεοῦ ἡμέραι IG 22.1368.153 (II d.C.), ἐν ταῖς ἐθίμοις ἡμέραις θέντα ἔλαιον ἐν πᾶσι τοῖς γυμνασίοις IEphesos 661.18 (II d.C.), cf. Didyma 269.11 (II d.C.), tb. en manumisiones por consagración, ref. un número de días al cabo del año ὑπηρετούντων αὐτῶν τῇ θεῷ τὰς ἐθίμας ἡμέρας IMaced.l.c., cf. SEG 37.590.16 (ambas Macedonia II d.C.), ὑπηρετοῦσαν τῇ θεῷ τὰς ἐθίμους ἡμέρας πάσας ILeukopetra 29.4, cf. 43.12 (ambas II d.C.), ἡ ἔ. σπουδὴ καὶ καλοκαγαθία Const. en Eus.HE 10.5.5
•subst. τὰ ἔθιμα = el uso, las costumbres Str.15.3.21, κατὰ τὰ ἔ. IG 12(7).237.26 (II/I a.C.), πολλὰ παρὰ πολλοῖς ἔθιμα καὶ νόμιμα Ath.151e, cf. Ptol.Tetr.2.8.17, Vett.Val.388.14, τοῖς σοῖς ἐθίμοισιν Orac.Sib.3.272.
II adv. ἐθίμως = usualmente A.D.Pron.78.25, 108.6.
German (Pape)
[Seite 720] ον, gewohnt; καθώς ἐστι Ῥωμαίοις ἔθιμον D. Sic. exc. p. 577, 43; τὰ ἔθιμα καὶ νόμιμα, Sitten u. Gewohnheiten, Ath. IV, 151 e; – ἐθίμως, gewöhnlich, Apoll. D. pron. 361 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἔθιμος: -ον, ἐθάς, συνήθης, καθὼς ἔστι Ρωμαίοις ἔθιμον, σύνηθες, Διοδ. Ἐκλογ. 577. 43· τὰ ἔθιμα, ἔθη, συνήθειαι, Ἀθήν. 151Ε. - Ἐπίρρ. ἐθίμως, συνήθως, Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. 101Α. 2) ἔθιμα, τὰ καταμήνια τῶν γυναικῶν, κοινῶς «τὰ συνήθεια», Νικηφ. Πατρ. Κωνστ/εως ἐν Jure Graeco-Rom. σ. 70.
Greek Monolingual
ἔθιμος, -ον (AM) έθος
ο συνηθισμένος.