ἐθιστός
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ἐθιστή, ἐθιστόν,
A to be acquired by habit, ἀρετή, opp. μαθητόν, Arist.EN1099a9, al.
2 acquired by habit, τὸ ἐ. ἐν τοῖς ἡδέσιν Id.Rh.1369b16.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 adquirido por la costumbre, ἀρετή Arist.EN 1151a19, op. μαθητόν Arist.EN 1099b9.
2 acostumbrado, habitual ἔστιν δὲ καὶ τὸ σύνηθες καὶ τὸ ἐθιστὸν ἐν τοῖς ἡδέσιν lo acostumbrado y lo habitual están entre las cosas agradables Arist.Rh.1369b16.
German (Pape)
[Seite 720] was man sich angewöhnen kann, Arist. Eth. 1, 9 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
acquis par l'habitude.
Étymologie: adj. verb. de ἐθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐθιστός:
1 приобретаемый привычкой (ἡ ἀρετὴ πότερον ἐθιστὸν ἢ μαθητόν; Arst.);
2 вошедший в привычку, привычный (συνηθὴς καὶ ἐ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐθιστός: -ή, -όν, ὃν δύναται νὰ κτήσηταί τις (ν’ ἀποκτήσῃ) διὰ τῆς ἕξεως, ἀρετὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1, κ. ἀλλ. 2) ὁ διὰ τῆς ἕξεως κτηθείς, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 10, 18.
Greek Monolingual
ἐθιστός, -ή, -όν (Α) εθίζω
1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με τη συνήθεια
2. αυτός που αποκτήθηκε με τη συνήθεια.
Greek Monotonic
ἐθιστός: -ή, -όν, αυτός που αποκτάται με τη συνήθεια, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἐθιστός, ή, όν verb. adj. of ἐθίζω
to be acquired by habit, Arist.