γονεία
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ,
A generation, Hdn.Epim.16.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Zeugung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γονεία: ἡ, (γονεύω) γενεά, γένεσις, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ generación Hdn.Epim.16.