διαθροίζω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A collect, Gal.12.185.
German (Pape)
[Seite 579] versammeln, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαθροίζω: συναθροίζω, Γαλην. 13. 251.
Spanish (DGE)
1 tr. reunir, recaudar χρυσίον ... διαθροίσαντες Lyd.Mag.3.35.
2 en v. med., intr. reunirse, concentrarse βραχύ τι σχεῖν τῆς διαθροιζομένης οὐσίας Gal.12.185.